- προεγκαλώ
- -έω, ΝΜΑ(η μτχ. αρσ. ενεργενεστ. ως κύριο όν.) Προεγκαλώντίτλος κωμωδίας τού Μενάνδρουαρχ.κατηγορώ εκ τών προτέρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἐγκαλῶ «καταγγέλλω, υποβάλλω μήνυση»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… … Dictionary of Greek